ασκόνταφτος

ασκόνταφτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν σκοντάφτει σε δυσκολίες, ανεμπόδιστος
2. ανεπίληπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασκόνταφτος — η, ο αυτός που δε σκόνταψε, που δε συνάντησε εμπόδια: Σ όλες του τις δουλειές είναι ως τα τώρα ασκόνταφτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”